top of page

Παχούμη

Βαθμός δυσκολίας: Πολύ εύκολη

Ευτυχώς αυτή τη φορά λόγω της κοντινής απόστασης γλιτώσαμε το πρωινό ξύπνημα και μάλιστα πήραμε και τη μεσημεριανή σιέστα μας πριν ξεκινήσουμε. Ξεκινήσαμε την ανάβασή μας με αφετηρία το Τρανό Ρέμα και στη συνέχεια πήραμε πάλι το δασικό δρόμο που οδηγεί προς το χωριό των Ξυλικών και της Μενδενίτσας.  Ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει την κατηφόρα με γρήγορο βήμα, για να προλάβει να ξεκουραστεί λιγάκι πίσω από τις κορυφογραμμές της Γκιώνας, πριν αναγκαστεί να ξεκινήσει πάλι την αιώνια πορεία του, τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας. 

 Θα μπορούσαμε να περπατήσουμε ως τον προορισμό μας, αλλά τα καλομαθημένα άκρα μας για μία ακόμη φορά αναπαύθηκαν στα καθίσματα του αυτοκινήτου που μας μετέφερε. Παρά το καλό στρώσιμο του χωματόδρομου μέχρι τον Άγιο Νικόλα και τη διασταύρωση προς την Παχούμη, αναγκαστήκαμε να χοροπηδήσουμε λιγάκι στις θέσεις μας.

 Ανεβήκαμε μέχρι τη διασταύρωση  και στη συνέχεια διαγράφοντας περίπου ένα ισοσκελές τρίγωνο ξεχυθήκαμε ως το ξωκλήσι της Παναγίας της Παχούμης, δοκιμάζοντας λίγο περισσότερο τα αμορτισέρ του αυτοκινήτου μας. Ακόμα και έτσι η ποιότητα του χωματόδρομου είναι αρκετά καλή και ο βαθμός δυσκολίας ακόμα και για ένα συμβατικό αυτοκίνητο δεν είναι καθόλου μεγάλος.

 Το ξωκλήσι της Παναγίας της Παχούμης γιορτάζει στις 15 Αυγούστου και τελείται την ίδια ημέρα το πρωί λειτουργία, με τους Τιθρωνιώτες να μαζεύονται  για να παρακολουθήσουν το μυστήριο και να συζητήσουν με τους συγχωριανούς τους. Λειτουργία τελείται και την πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής.

Το μικροσκοπικό ξωκλήσι σχεδόν κουκλίστικο, δε χωράει ακόμη και τους λίγους συγχωριανούς μας, οι οποίοι μαζεύονται περιμετρικά της αυλής του.  Δεσπόζει όμως με την ομορφιά του στο κάτω μέρος στο τελείωμα του δρόμου. Σαν φάρος ανάμεσα στους λόφους καλεί τους ταξιδιώτες όχι να το αποφύγουν αλλά να τους αγκαλιάσει στη φιλόξενη αυλή του, παρακαλώντας να φωτίσουν έστω και με ένα κεράκι το σκοτεινό πέτρινο και γέρικο κουφάρι του.

 Δε μπορούσαμε να του αρνηθούμε και ανάψαμε ένα κεράκι ασπαζόμενοι τις παμπάλαιες εικόνες του. Προσευχηθήκαμε να μας φυλάει η Παναγιά και αφού ηρεμήσαμε το πνεύμα μας, στην άφθονη ηρεμία που κυριαρχεί στο εσωτερικό του, βγήκαμε να αφουγκραστούμε τη φύση τριγύρω.

 Ακούσαμε να τρέχει νερό και θυμηθήκαμε τη βρύση που βρίσκεται λίγο ψηλότερα στο Παχουμιώτικο Αλώνι, τα νερά της οποίας έχουν μεταφερθεί από την πηγή της γούρνας του Λαλά. Ταυτόχρονα ένας θόρυβος ανάμεσα στα πουρνάρια μας έκανε να γυρίσουμε το κεφάλι μας.

 Ένα κοπάδι από γελάδια έκανε την εμφάνισή του και πέρασε με τη χαρακτηριστική του οκνηρότατα προς τα πάνω, έχοντας προφανώς σκοπό του να ξεδιψάσει στη βρύση. Σε λίγο φάνηκε και ο βοσκός τους πάνω στο άλογό του, ιππεύοντας σαν μεγάλος στρατηλάτης. Ήταν ο Γιάννης και τα γελάδια του Ντούνα.

 Ανεβήκαμε προς το δρόμο και τα περισσότερα από αυτά φοβήθηκαν και αλλάξανε πορεία. Κάνοντας όμως μόνο μία μικρή παράκαμψη, ξαναμπήκαν στο αρχικό μονοπάτι τους λες και τα οδηγούσε ένα αόρατο gps. Τα αφήσαμε να περάσουν και ανεβήκαμε ξοπίσω τους προς τη βρύση,  τραβώντας κάποιες ακόμα φωτογραφίες.

 Ο ήλιος πλησίαζε προς τη δύση του και τα χρώματα που απελευθερώνονταν στην ατμόσφαιρα έμοιαζαν να προέρχονται από μία ουράνια παλέτα. Κάποια από αυτά μας κοίταζαν απορημένα και το ίδιο κάναμε και εμείς. Αφού ξεδίψασαν συνέχισαν το μακρύ τους δρόμο, με σκοπό να ξαποστάσουν για τη νύχτα.

 Ένας ακόμα περίπατός μας, έφτασε στο τέλος του, αφήνοντάς μας τις καλύτερες αναμνήσεις πριν ξεκινήσει ο επόμενος.

 

 

 

bottom of page